-
1 επιτυχών
-
2 ἐπιτυχῶν
-
3 επιτυχών
-
4 ἐπιτυχών
-
5 ἐπιτυγχάνω
A : [tense] aor. 2 ἐπέτῠχον: [tense] pf.:—prop. hit the mark, τοῦ σκοποῦ, opp. ἀποτυγχάνω, Id.EN 1106b33 ;οἱ πολλὰ βάλλοντες ἐπιτυγχάνουσι πολλάκις Plu.2.438a
: hence,II light or fall upon, meet with,I c. dat. pers., Ar.Nu. 195, 535, Th.3.75 ;ἐ. γυναικὶ βιαζομένῃ Pl.Lg. 874c
: also c.dat.rei,ἐ. σορῷ Hdt.1.68
;ναυσί Th.8.34
;βιβλίῳ Luc.Dem.Enc. 27
; ἐ.[ ταῖς θύραις] ἀνεῳγμέναις to find them open, Pl.Smp. 223b.2 c.gen.pers.,μετρίου ἀνδρός Ar.Pl. 245
, cf. Plu.Art.12 : c.gen.rei,ἐ. ὁλκάδος ἀναγομένης Th.3.3
; εὐώνων ἐ. a low market, Arist.Oec. l.c.3 rarely c.acc.,τὰς ἁπλᾶς [ἐπιθυμίας] ἐν ὀλίγοις ἐπιτεύξῃ Pl. R. 431c
;ἅττ' ἂν ἐπιτύχῃς Eub.123.5
.4 abs., Ar.Ra. 570, Th.6.38 ; mostly ὁ ἐπιτυχών the first person one meets, any chance person, esp. in pl., Hdt.2.2, Antipho 2.1.1 : with neg.,οὐδὲ φαύλων ἀνδρῶν οὐδὲ τῶν ἐ. Pl.Cra. 390d
;οὐ γὰρ οἶμαι τοῦ ἐ. εἶναι.. Id.Euthphr.4a
; οὐ περὶ τοῦ ἐ. on no common matter, Id.R. 352d : without the Art., , cf. Phot.p.140R.(=gloss on Eup. 25D.).III attain to, reach, gain one's end, c.gen.rei, X.Mem. 4.2.28, D.48.3 ;εὐχωλᾶς Inscr.Cypr.134
H.(iv B.C.); (ii A.D.), etc.;τοῦ καλῶς [μειγνύναι] Pl.Phlb. 61d
; ἐ. τοῦ ἀγῶνος gain one's suit, D.48.30 ; profit by, benefit by,φιλανθρωπίας BGU 522.8
(ii A.D.): abs.,οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν Ep.Jac.4.2
.2 c.part., succeed in doing, Hdt.8.101, 103 (but ζητέων ἐπιτυγχάνειν find, light upon by searching, Hp. VM24): so c. inf., Luc.Nec.6 ; γαμβροῦ ὁ ἐπιτυχὼν εὗρεν υἱόν he who is lucky in his son-in-law, Democr.272.3 c.dat.modi, to be lucky, successful in a thing,μάχῃ Aeschin.3.165
: abs., to be successful, Pl.Men. 97c, Th.3.42, Arist.Rh. 1354a9 ; ἂν ἐπιτύχῃ if she succeeds, Men.Epit. 346 ;τἆλλα ἐ. X.HG4.5.19
: also impers.,αὐτῷ οὐδὲν ἐπετύγχανε Ant.Lib.41.6
.4 [voice] Pass., turn out well, successful,Plb.
6.53.2, cf. Hipparch. ap. Stob.4.44.81, D.S.1.1, Plu.2.674a ; φάρμακον -τετευγμένον proved remedy, Heraclid.[dialect] Tarent. ap. Gal.12.403.IV c.dat.pers., converse, talk with one, Pl.Lg. 758c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτυγχάνω
-
6 ουπιτυχών
-
7 οὑπιτυχών
-
8 θεραπεία
A service, attendance:I of persons, θ. τῶν θεῶν service paid to the gods, Pl. Euthphr. 13d, cf. E.El. 744 (lyr.);θεῶν καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Pl.R. 427b
, etc.;ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Isoc.11.24
; ἀγυιάτιδες θ. worship of Apollo Agyieus, E. Ion 187;τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arist.Pol. 1329a32
;θ. τῆς μήνιδος Jul.Or.5.159b
: abs.,πᾶσαν θ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Pl.Phdr. 255a
, cf. Antipho 4.2.4; of parents,γονέων θεραπείας καὶ τιμάς Pl.Lg. 886c
, cf. Gorg.Fr.6 D.; of children, nurture, care,μικροὺς παῖδας θεραπείας δεομένους Lys.13.45
;θ. καὶ ἐσθής X.Mem.3.11.4
; θ. σώματος, ψυχῆς, Pl.Grg. 464b, La. 185e.2 service done to gain favour, paying court,θ. τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων Th.3.11
;ἐν θεραπείᾳ ἔχειν πολλῇ Id.1.55
;πάσῃ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά X.HG 2.3.14
;θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isoc.3.22
;τῇ θ. ψυχαγωγούμενος D.59.55
.II medical or surgical treatment or cure, χειρός, ποδός, Hp.l.c.; αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι cures by cautery, Pl.Prt. 354a; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ. treatment secundum artem, Arist.Pol. 1287a40, cf. Gal.1.400, etc.;τῶν καμνόντων Pl.Prt. 345a
, cf. Th.2.51, Phld.Ir.p.21 W.;τοῦ σώματος Id.Lib.p.19
O., Vit.Philonid.p.9 C.; healing,θεραπείας ἐπιτυχών Sammelb. 1537b
: in pl., cures,ἰατρὸς ποιεῖ -είας POxy.1r
.13.2 of plants, cultivation, Pl.Tht. 149e, Thphr.HP2.2.12.4 preparation of fat for medical use, Dsc.2.76.IV in collective sense, body of attendants, retinue, Hdt.1.199, 5.21, 7.184, LXXGe. 45.16;σὺν ἱππικῇ θ. X.Cyr.4.6.1
;ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος Plb.4.87.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεία
См. также в других словарях:
ἐπιτυχῶν — ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχών — ἐπιτυγχάνω hit the mark aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑπιτυχών — ἐπιτυχών , ἐπιτυγχάνω hit the mark aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ … Dictionary of Greek
ενεργητικός — ή, ό (AM ἐνεργητικός, ή, όν) 1. γραμμ. αυτός που δηλώνει ενέργεια τού υποκειμένου («ενεργητικά ρήματα», «ενεργητική φωνή, διάθεση») 2. αυτός που έχει την ικανότητα να ενεργεί αποτελεσματικά, δραστήριος νεοελλ. 1. (για φάρμακα, αφεψήματα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
Μεροβίγγειοι — (Merovingiens). Η πρώτη χρονικά βασιλική δυναστεία της Γαλλίας, η οποία παρέμεινε στην εξουσία της χώρας από τον 5o αι. μ.Χ. έως τα μέσα του 8ου αι. μ.Χ. (752). Οι Μ. αποτελούσαν τους ηγέτες των Σαλίων Γάλλων. Το όνομά τους προέρχεται από κάποιον … Dictionary of Greek
Μπινέ, Αλφρέ — (Alfred Binet, Νίκαια 1857 – Παρίσι 1911). Γάλλος ψυχολόγος. Αφού σπούδασε νομικά, ιατρική και φυσική ιστορία, παρακολούθησε τη σχολή του Σαρκό και αφιερώθηκε αποκλειστικά στην επιστημονική ψυχολογία. Το 1895 ίδρυσε και κατόπιν διεύθυνε την… … Dictionary of Greek
Τσανγκ Κάι-σεκ — (Νονγκ πο 1887 – Ταϊπέχ 1975). Κινέζος στρατηγός και πολιτικός. Από οικογένεια γεωργών και εμπόρων, το 1907 στάλθηκε να συμπληρώσει τις σπουδές του στο Τόκιο, όπου γνωρίστηκε με εξόριστους Κινέζους, οπαδούς του ριζοσπάστη ηγέτη Σουν Γιατ σεν. Το… … Dictionary of Greek